Μιχάλης Πολυσίου-Δήμητρα Δαφερέρα: «Πλούτος αναξιοποίητος τα ΑΦΦ…»
«Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά είναι ο αναξιοποίητος θησαυρός της Ελλάδας» λένε ο καθηγητής Μόσχος Πολυσίου και η ερευνήτρια Δήμητρα Δαφερέρα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τα Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά (ΑΦΦ) της Ελλάδας αποτελούν έναν πραγματικό θησαυρό, που μέχρι σήμερα δεν έχει αξιοποιηθεί όσο πρέπει, τονίζει σε συνέντευξή του ο Μόσχος Πολυσίου, ομότιμος (από πέρυσι το φθινόπωρο) καθηγητής του Τμήματος Επιστήμης Τροφίμων & Διατροφής του Ανθρώπου του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως λέει, «έχουμε ένα συγκριτικό και πολύτιμο πλεονέκτημα ως χώρα σε αυτά τα φυτά. Πρέπει να τα εκμεταλλευθούμε συστηματικά και να μην εισάγουμε αντίστοιχα ξένα προϊόντα. Ο πολύς κόσμος δεν υποψιάζεται ότι τα αιθέρια έλαια κοινών φυτών μπορεί να έχουν τέτοιες χρήσιμες ιδιότητες, τόσο αμυντικές έναντι των ασθενειών, όσο και γενικότερα αντιμικροβιακές» προσθέτει.
Ο κ. Πολυσίου, μαζί με τη συνεργάτη του στο πανεπιστήμιο δρ Δήμητρα Δαφερέρα, για δεύτερη συνεχόμενη φορά περιλήφθηκαν φέτος από τον διεθνή οργανισμό Thomson Reuters στους ερευνητές των οποίων οι δημοσιεύσεις είχαν την μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως. Ανάμεσα σε 3.000 ερευνητές από όλο τον κόσμο, η λίστα περιλάμβανε επτά της Ελλάδας για το 2015.
Λίγο μετά τη νέα διάκριση, το ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ κάλεσε για πρώτη φορά την ομάδα του κ. Πολυσίου να συζητήσουν για πειράματα που θα μπορούσαν να κάνουν, ώστε να δοκιμάσουν τη δράση των ΑΦΦ εναντίον των ιών.
Οι ελληνικές έρευνες για τα ΑΦΦ, ιδίως για τα αυτοφυή, προσελκύουν μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον από πολλές χώρες, τόσο ανεπτυγμένες, ιδίως στη Γαλλία με την εκτεταμένη γεωργία της, όσο και σε αναπτυσσόμενες χώρες της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και της Ανατολικής Ευρώπης. Ο λόγος είναι ότι αρκετά ΑΦΦ έχουν αντιμικροβιακή, αντιοξειδωτική και πιθανώς αντικαρκινική δράση, ενώ γενικότερα θεωρούνται ότι προστατεύουν την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.
Στα γνωστότερα ΑΦΦ της χώρας μας ανήκουν η ρίγανη, το θυμάρι, το θρούμπι, το φασκόμηλο, ο γλυκάνισος, ο μάραθος, το χαμομήλι, η δάφνη, η μέντα, ο δυόσμος, το φλισκούνι, η λεβάντα, το μελισσόχορτο, το τσάι βουνού, η μαντζουράνα, ο βασιλικός, η εχινάκεια, το δενδρολίβανο, ο δίκταμος, η καλέντουλα, η λουΐζα, ο κρόκος κοζάνης, η μαστίχα Χίου κ.α. Παράλληλα, στη χώρα μας έχει αρχίσει -και η βιολογική καλλιέργεια περίπου 15 τέτοιων φυτών.
Τα φυτά αυτά αξιοποιούνται ποικιλοτρόπως, είτε πρωτογενώς (αυτούσια), είτε δευτερογενώς (οι δραστικές ουσίες τους ή μεταβολίτες τους ως αιθέρια έλαια και υδατικά εκχυλίσματα), για ροφήματα, διαιτητικά συμπληρώματα, λειτουργικά τρόφιμα, φάρμακα (ομοιοπαθητικά, φυτικά φάρμακα, φυσικά αντιβιοτικά και άλλα), φυτοφάρμακα, εντομοαπωθητικά, καλλυντικά, έλαια αρωματοθεραπείας κλπ.
Πώς νιώθετε που είστε ξανά στη λίστα των Ελλήνων ερευνητών με την μεγαλύτερη επιρροή στις επιστημονικές δημοσιεύσεις διεθνώς;
Μόσχος Πολυσίου: Η ευχαρίστηση ήταν μεγάλη ακριβώς επειδή ήταν η δεύτερη φορά. Η εργασία πάνω στα ΑΦΦ έγινε με αφορμή το διδακτορικό της κας Δαφερέρα, όπου στο εργαστήριό μας δοκιμάσαμε τις βιολογικές ιδιότητες των αιθέριων ελαίων οκτώ κοινών αρωματικών φυτών.
Δήμητρα Δαφερέρα: Είναι πράγματι μεγάλη τιμή για εμάς, που για δεύτερη φορά είμαστε στη λίστα. Η διαφορά από πέρυσι είναι ότι το γεγονός αυτό έγινε φέτος περισσότερο γνωστό στο ευρύτερο κοινό. Η συμπερίληψη σε αυτή τη λίστα βοηθά έναν ερευνητή, τού δίνει δύναμη και κουράγιο να συνεχίσει, γιατί είναι ένα επισφράγισμα μιας δουλειάς που έχει βγει με κόπο όλα αυτά τα χρόνια.
Από πότε υπάρχει τόσο ενδιαφέρον για τις έρευνές σας;
Μ.Π.: Η διάκρισή μας αφορά μια σειρά πολλών σχετικών ερευνών για τα ΑΦΦ ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ μέχρι σήμερα συνεχίζουν να προσελκύουν το ενδιαφέρον.
Αρα μπορεί να διακριθείτε και του χρόνου…
Μ.Π.: Βεβαίως, δεν αποκλείεται, γιατί συνεχίζουμε με τον ίδιο ρυθμό τις έρευνές μας. Τα φυτά που μελετάμε, ευδοκιμούν σε πολλές χώρες της Μεσογείου και σε όσες έχουν αντίστοιχο κλίμα. Οι έρευνές μας αφορούν έναν εύκολο τρόπο να πάρεις το υλικό αυτών των φυτών μέσα από απόσταξη ή εκχύλιση και να το εφαρμόσεις είτε στα ζώα, είτε στα φυτά. Οι περισσότερες ετεροαναφορές στο έργο μας προκύπτουν κυρίως από ερευνητές χωρών, οι οποίοι ψάχνουν τέτοια προϊόντα. Όλη η λεκάνη της Μεσογείου δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον, ιδίως οι αραβικές χώρες, αλλά και η Γαλλία, η Ισπανία και πιο πρόσφατα οι χώρες της Λατινικής Αμερικής. Οι βιομηχανικές χώρες όμως θέλουν τα ΑΦΦ για άλλα πράγματα, όπως αφεψήματα για ανθρώπους.
Παρόμοια έρευνα γίνεται και αλλού στην Ελλάδα;
Δ.Δ.: Υπάρχει σημαντική έρευνα πλέον για τα ΑΦΦ και σε άλλα ελληνικά πανεπιστήμια. Συνολικά, περίπου 20-30 Έλληνες ερευνητές ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο.
Εσείς στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο γιατί ξεχωρίσατε;
Μ.Π. Αν και πριν από εμάς προηγήθηκαν άλλοι, ήμασταν οι πρώτοι που ασχοληθήκαμε πιο εντατικά με τα φυτά αυτά. Οι δικές μου εργασίες για τον κρόκο Κοζάνης τον ανέδειξαν πριν από 30 χρόνια και βοήθησαν να καθιερωθεί ως ο καλύτερος ποιοτικά παγκοσμίως. Βοηθήσαμε γενικότερα στην ελληνική επικράτεια τους Συνεταιρισμούς, οι οποίοι ασχολούνταν με τα ΑΦΦ. Εκείνα τα πρώτα χρόνια, δεν ήσαν πολλοί που είχαν ασχοληθεί.
Δ.Δ. Η έρευνά μας δεν ήταν μοναδική, αλλά ήταν από τις πρώτες που «πάντρεψε» τη χημεία με τη γεωπονική εφαρμογή. Μελετήσαμε τα αιθέρια έλαια και εκχυλίσματα σε βάθος, αναλύοντας τους μεταβολίτες στη σύσταση και ποιότητά τους. Και, στη συνέχεια, δείξαμε ποια αποτελέσματα θα μπορούσε να έχει αυτή η γνώση. Αυτό ήταν κάτι που άρεσε στο γεωπονικό πεδίο. Δεν είναι μια στείρα έρευνα μεμονωμένη μόνο στη χημική ανάλυση ή στη γεωπονική εφαρμογή, αλλά συνδυάζει και τα δύο.
Μ.Π.: Για παράδειγμα, πήραμε το αιθέριο έλαιο της ρίγανης και το δοκιμάσαμε στο εργαστήριο για να δούμε ποιους φυτοπαθογόνους μικροοργανισμούς μπορούμε να καταπολεμήσουμε με αυτό στα αμπέλια, στα εσπεριδοειδή κ.α. Και είναι σημαντικό ότι ο μικροοργανισμός δεν μπορεί να αναπτύξει ανθεκτικότητα απέναντι στο αιθέριο έλαιο, όπως συμβαίνει με τα κοινά φυτοφάρμακα. Διαπιστώσαμε μάλιστα ότι το έλαιο της ρίγανης είναι ευρέος φάσματος στη δράση του κατά των μικροοργανισμών.
Είναι ο τομέας των ΑΦΦ προνομιακός για να διακριθεί ένας Έλληνας ερευνητής;
Δ.Δ.: Δεν ξέρουμε αν είναι προνομιακός, είναι όμως άμεσα εφαρμόσιμος και έχει άμεσο πρακτικό ενδιαφέρον. Όλος ο κόσμος αναζητά κάτι που να καταπολεμά τους μικροοργανισμούς. Η έρευνά μας λύνει πρακτικά, απλά, καθημερινά προβλήματα.
Μ.Π. Κάτι σημαντικό είναι ότι σε άλλες χώρες τα ΑΦΦ δίνουν αυτούς τους δευτερογενείς μεταβολίτες σε ποσοστό 1%, ενώ στην Ελλάδα χάρη στο κλίμα της το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 7%. Η ελληνική φύση είναι ένα έτοιμο «εργοστάσιο», κάτι που ευνοεί και τον Έλληνα ερευνητή.
Πόσα είναι τα ΑΦΦ στην Ελλάδα και πόσα έχουν μελετηθεί;
Μ.Π.: Η Ελλάδα έχει γύρω στα 6.000 τέτοια φυτά, εκ των οποίων περίπου τα 1.700 είναι δικά μας, δηλαδή ενδημικά. Από αυτά, έχουμε μελετήσει μόνο 20-30, δηλαδή ένα ελάχιστο ποσοστό. Μάλιστα το κάθε φυτό, ανάλογα με την περιοχή, έχει διαφορετικό χημειότυπο. Για παράδειγμα, το τσάι του βουνού διαφέρει από βουνό σε βουνό και κάτι παρόμοιο συμβαίνει με το θυμάρι, το θρούμπι ή την κάππαρη. Γι’ αυτό, στοχεύουμε να μελετήσουμε τα υπο-είδη κάθε φυτού ανά περιοχή.
Είναι αλήθεια ή υπερβολή ότι ορισμένα ΑΦΦ έχουν και αντικαρκινικές ιδιότητες; Έχει αυτό αποδειχθεί επιστημονικά;
Μ.Π.: Έχουμε μελετήσει κυρίως την αντικαρκινική δράση του κρόκου σε καλλιέργειες καρκινικών κυττάρων, σε συνεργασία με εξειδικευμένο εργαστήριο της Γαλλίας. Αποδείχθηκε ότι τα κύρια συστατικά του κρόκου σκοτώνουν τα καρκινικά κύτταρα. Υποψιαζόμαστε ότι τα περισσότερα ΑΦΦ έχουν έμμεσα αντικαρκινική ιδιότητα, πέρα από την κυρίως αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη δράση τους, καθώς καταπολεμούν το οξειδωτικό στρες και τις ελεύθερες ρίζες. Πρόσφατα -μετά τη νέα μας διάκριση- μάς προσέγγισε το ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ για να εξετάσουμε από κοινού ποια πειράματα θα μπορούσαμε να κάνουμε σε οργανισμούς (in vivo), αναφορικά με τη δράση των συστατικών των ΑΦΦ κατά των ιών. Είναι η πρώτη φορά που μας καλούν για κάτι τέτοιο. Έχουμε ήδη κάνει δημοσιεύσεις για την καταπολέμηση μέσω ΑΦΦ των κουνουπιών που είναι φορείς ασθενειών. Έως τώρα όμως δεν έχουμε κάνει μελέτες για την πιθανή αξιοποίηση των ΑΦΦ στην ιατρική.
Μήπως πάντως είναι κάπως πρόωρος ο όρος Φαρμακευτικά Φυτά;
Μ.Π.: Έχετε δίκιο. Κάθε φορά που επισκέπτομαι τη Φαρμακευτική Σχολή, τονίζω ότι αυτά τα προϊόντα περισσότερο λειτουργούν για την πρόληψη. Δεν έχουμε φθάσει ακόμη να συζητάμε για πιθανή θεραπευτική δράση των φυτών αυτών, με τη χρήση υψηλών δόσεων. Πρέπει να προηγηθούν πειράματα σε ζώα και στον ίδιο τον άνθρωπο. Όμως, προληπτικά, χάρη στην αντιοξειδωτική δράση τους, είναι δεδομένο ότι προστατεύουν τα κύτταρά μας.
Πόσο διαδεδομένες είναι οι γεωργικές καλλιέργειες των ΑΦΦ στην Ελλάδα;
Μ.Π. Σε κάθε νομό της χώρας μας υπάρχουν τουλάχιστον τρεις-τέσσερις συνεταιρισμοί ή ομάδες καλλιεργητών, γύρω στα 30-40 άτομα ανά νομό. Υπάρχουν ελληνικές φαρμακευτικές και άλλες εταιρίες (Λαβιφάρμ, Κορρές, Apivita κ.α.) που απορροφούν ένα μέρος αυτής της παραγωγής για διάφορα προϊόντα τους. Σε πολύ μικρές ποσότητες εξάγονται και στο εξωτερικό, όμως οι εισαγωγές τέτοιων φυτών είναι πολύ μεγαλύτερες. Οι πιο οργανωμένοι και καθετοποιημένοι παραγωγοί ΑΦΦ στην Ελλάδα, που κάνουν και εξαγωγές, είναι οι κροκοπαραγωγοί και οι μαστιχοπαραγωγοί.
Είστε ικανοποιημένος από την πρακτική εφαρμογή και εμπορική αξιοποίηση της έρευνάς σας πάνω στα ΑΦΦ;
Μ.Π.: Το επόμενο βήμα δεν έχει γίνει ακόμη. Δυστυχώς στις λίγες προσπάθειες μεταποίησης που γίνονται, π.χ. για την απόσταξη αιθέριων ελαίων, δεν μας συμβουλεύονται εκ των προτέρων για να γίνει σωστή δουλειά, αλλά έρχονται εκ των υστέρων, όταν το προϊόν τους δεν είναι ποιοτικό, για να μπαλώσουμε τα πράγματα.
Χρειάζεται ένα σχέδιο εθνικής στρατηγικής και συνεννόησης, ώστε κάθε περιοχή να επικεντρωθεί στα δικά της αρωματικά φυτά, στα οποία πλεονεκτεί, προκειμένου να φθάσει μέχρι τη μεταποίησή τους και να έχει επίσης κάποιες επαρκείς ποσότητες για να εξάγει. Το Υπουργείο Γεωργίας πρέπει να αναλάβει τον συντονισμό της όλης προσπάθειας. Έχει αρχίσει δειλά-δειλά να ασχολείται και με αυτό το θέμα, καθώς μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν καν επιδοτήσεις γι’ αυτά τα προϊόντα.
Είναι επίσης σημαντικό να γίνει σε κάθε περιοχή η κατάλληλη εκπαίδευση των γεωπόνων στα ΑΦΦ. Οι γεωπόνοι παίζουν ρόλο-κλειδί και πρέπει να αναδείξουν συστηματικά αυτά τα φυτά και να είναι δίπλα στους παραγωγούς, από την καλλιέργεια ως τη συσκευασία.
Έρχονται ελληνικές εταιρείες στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο για να ζητήσουν από εσάς συνεργασία στην έρευνα;
Μ.Π.: Δυστυχώς όχι. Μάλλον έχουν καλομάθει να περιμένουν τις έρευνες να διεξαχθούν με εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, για να μην βάλουν οι ίδιες δικά τους χρήματα.
Μήπως επαναπαύεστε κι εσείς στα κονδύλια των ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων όπου συμμετέχετε;
Μ.Π. Δεν είναι καθόλου επανάπαυση. Πρόκειται για πολύ ανταγωνιστικά προγράμματα, προκειμένου να καταφέρει να συμμετάσχει κανείς. Θα θέλαμε πάντως πραγματικά να συνεργαστούμε με εταιρείες για εφαρμογές της έρευνάς μας. Στο Γεωπονικό προσπαθούμε να είμαστε ανοιχτοί στον ιδιωτικό τομέα. Πιο εύκολα μέχρι στιγμής συνεργαζόμαστε με τους Συνεταιρισμούς, αν και μάς λένε συνεχώς ότι έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, οπότε ουσιαστικά προσφέρουμε δωρεάν τη συνεργασία μας.
Ο Μόσχος Πολυσίου γεννήθηκε το 1948 στο ακριτικό χωριό Πύθιο του Έβρου. Όταν τελείωσε το Λύκειο, ακολούθησε τους μετανάστες γονείς του στο Βέλγιο και σπούδασε Χημεία -με υποτροφία του βελγικού υπουργείου Παιδείας- στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, από όπου πήρε και το διδακτορικό του το 1976. Επέστρεψε στην Ελλάδα και δίδαξε στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών (μετέπειτα Γεωπονικό Πανεπιστήμιο), όπου έγινε καθηγητής το 1998. Υπήρξε για χρόνια διευθυντής του Εργαστηρίου Γενικής Χημείας, πρόεδρος του Τμήματός του, καθώς και αντιπρύτανης. Έχει γράψει δύο βιβλία και πολυάριθμες ερευνητικές εργασίες σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, και έχει εντρυφήσει στα ελληνικά φυτά.
Η Δήμητρα Δαφερέρα έκανε το διδακτορικό της υπό την επίβλεψη του κου Πολυσίου, με τον οποίο έκτοτε συνεργάσθηκε ως ΕΔΙΠ (Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό). Πολλές από τις δημοφιλείς διεθνείς επιστημονικές δημοσιεύσεις για τα ΑΦΦ συνυπογράφονται από τους δύο. Η ομάδα τους, που περιλαμβάνει και άλλους ερευνητές, είναι η πρώτη που άρχισε τη συστηματική μελέτη των ΑΦΦ στη χώρα μας.